πεπαλών

πεπαλών
πάλλω
poise
aor part act masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεταγών — όντος, ὁ, Α (επικ. τ. μτχ. αορ. β με αναδιπλασιασμό και χωρίς ενεστ.) (συν. με γεν.) αφού τόν, τήν ή τό έπιασε ή κρατώντας κάποιον ή κάτι («ῥῑψε ποδὸς τεταγὼν» τόν έπιασε από το πόδι και τόν πέταξε, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματισμένος με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”